- κεφαλωτός
- (Cephalotus). Γένος δικoτυλήδονων εντομοφάγων φυτών. Περιλαμβάνει πολυετή, αειθαλή, ποώδη φυτά, με όρθιο και άφυλλο βλαστό. Τα φύλλα του είναι πράσινα και σχηματίζουν μικρούς ασκούς που περιέχουν πρωτεϊνολυτικό υγρό, το οποίο εξαιτίας του ζωηρού χρώματος και της γλυκιάς γεύσης του προσελκύει τα έντομα. Πολλαπλασιάζεται με υπόγεια ριζώματα και διατηρείται σε γλάστρες, οι οποίες τοποθετούνται σε δροσερό και φωτεινό μέρος. Το γένος των κ. περιλαμβάνει ένα μόνο είδος, το κ. το θυλακοφόρο, που φυτρώνει στη νοτιοδυτική Αυστραλία.
* * *-ή, -ό (Α κεφαλωτός, -ή, -όν)(κυρ. για καρφιά) αυτός που είχει κεφάλι ή εξόγκωμα που μοιάζει με κεφάλινεοελλ.1. το ουδ. ως ουσ. το κεφαλωτό (ενν. οστό)οστάριο τού δεύτερου στοίχου τών οστών τού καρπού μεταξύ ελάσσονος, πολύγωνου και αγκιστρωτού2. βοτ. το αρσ. ως ουσ. ο κεφαλωτόςγένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας κεφαλωτίδεςαρχ.1. αυτός που έχει κεφάλι2. το ουδ. ως ουσ. τo κεφαλωτόντο πράσο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + επίθημα -ωτός (πρβλ. αγκυλ-ωτός, ελικ-ωτός)].
Dictionary of Greek. 2013.